ὄκνος 2

ὄκνος 2
ὄκνος 2.
Grammatical information: m.
Meaning: name of a big bird of the heron-family, about `bittern' (Arist., Paus., Ael.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: With 1. ὄκνος identical (?); the name refers clearly to the motionlessness of the bird by day. -- After Fick 1, 368 with dissimilation from *ὄγκνος to ὀγκάομαι `cry' because of the mating cry of the man; semant. as well possible, but phonetically and morphologically more difficult.
Page in Frisk: 2,374

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὄκνος — shrinking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όκνος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… …   Dictionary of Greek

  • οκνός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… …   Dictionary of Greek

  • οκνός — ή, ό νωθρός, απρόθυμος, αμελής, αργοκίνητος, ακαμάτης, οκνηρός, τεμπέλης: Οκνή νοικοκυρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οκνεύω — [οκνός] (στον Ερωτόκρ.) (το ενεργ. και το μέσ.) είμαι ή γίνομαι τεμπέλης, κυριεύομαι από ραθυμία, τεμπελιάζω (α. «αν έχω την απομονή και να μη δεν οκνέψω, / σα σιγανέψουν οι καιροί, ολπίζω να ψαρέψω», Ερωτόκρ. β. «οκνεύεται και να περπατήσει») …   Dictionary of Greek

  • ὄκνοι — ὄκνος shrinking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνοις — ὄκνος shrinking masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνον — ὄκνος shrinking masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνου — ὄκνος shrinking masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνους — ὄκνος shrinking masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνων — ὄκνος shrinking masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”